ευάτριος

ευάτριος
εὐάτριος, -ον (Α)
δωρ. τ., βλ. ευήτριος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εὐάτριον — εὐά̱τριον , εὐάτριος masc/fem acc sg εὐά̱τριον , εὐάτριος neut nom/voc/acc sg εὐά̱τριον , εὐήτριος with good masc/fem acc sg (doric) εὐά̱τριον , εὐήτριος with good neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευήτριος — (I) εὐήτριος, ον και δωρ. τ. εὐάτριος, ον (ΑΜ) ο υφασμένος με καλή και λεπτή κλωστή («αἱ εὐήτριοι σινδόνες») αρχ. αυτός που υφαίνει καλά («πέπλων εὐάτριον ἐργάτιν... κερκίδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ήτριον «ύφανση»]. (II) εὐήτριος, ον (Α) ευκοίλιος …   Dictionary of Greek

  • εὐάτριοι — εὐά̱τριοι , εὐάτριος masc/fem nom/voc pl εὐά̱τριοι , εὐήτριος with good masc/fem nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”